σταυρικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυρικός — ή, ό / σταυρικός, ή, όν, ΝΜΑ [σταυρός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σταυρό τού Χριστού 2. αυτός που έχει σχήμα σταυρού 3. (για τον θάνατο ή το μαρτύριο) αυτός που γίνεται επάνω στον σταυρό, με τον σταυρό («τὸν Πέτρον τὸν σταυρικὸν… … Dictionary of Greek
σταυρικῶν — σταυρικός of fem gen pl σταυρικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυρικόν — σταυρικός of masc acc sg σταυρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυρικοῖς — σταυρικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυρικοῦ — σταυρικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυρικούς — σταυρικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυρικῆς — σταυρικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυρικῇ — σταυρικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυρική — σταυρικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)